φθορά

φθορά
5356 φθορά
{сущ., 9}
истребление, уничтожение, гибель, тление, растление, развращение.
Ссылки: Рим. 8:21; 1Кор. 15:42, 50; Гал. 6:8; Кол. 2:22; 2Пет. 1:4; 2:12, 19. LXX: 7845 (תחַשַׁ), 2256 (לבֶחֶ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φθορά" в других словарях:

  • φθορά — φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc/acc dual φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾷ — φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η 1. καταστροφή, όλεθρος, βλάβη, ζημία: Στα Δερβενάκια οι Έλληνες προξένησαν φθορά στους Τούρκους. 2. διάβρωση, τριβή από μεγάλη χρήση, φάγωμα, λιώσιμο, πάλιωμα: Το μανίκι έχει φθορά στους αγκώνες. 3. μτφ., μείωση, παρακμή, αδυνάτισμα, ξέφτισμα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾶι — φθορᾷ , φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοράν — φθορά̱ν , φθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοράς — φθορά̱ς , φθορά destruction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοραῖς — φθορά destruction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοραί — φθορά destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθορᾶν — φθορά destruction fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»